- Ποτίδαιαν
- Ποτιδαίαfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρουρώ — φρουρῶ, έω, ΝΜΑ [φρουρός] 1. (αμτβ.) είμαι φρουρός («ἐν Ἐλεφαντίνῃ Πέρσαι φρουρέουσι», Ηρόδ.) 2. (μτβ.) φυλάσσω, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι (α. «ισχυρές δυνάμεις αστυνομικών φρουρούν τις ξένες πρεσβείες» β. «τὴν... Ποτίδαιαν...… … Dictionary of Greek